σιταγρός

σιταγρός
ο, Ν
αγρός σπαρμένος με σιτηρά, χωράφι που σπέρνεται με δημητριακά, ιδίως με σιτάρι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σιταροχώραφο — και σταροχώραφο, το, Ν χωράφι κατάλληλο για την καλλιέργεια σιταριού, σιταγρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σιτάρι / στάρι + χωράφι] …   Dictionary of Greek

  • χωράφι — το / χωράφιον, ΝΜΑ καλλιεργήσιμη γη μικρής έκτασης νεοελλ. 1. αγρός σπαρμένος με σιτάρι, σιταγρός 2. μτφ. (διαλ.) γυναίκα που κάνει πολλά παιδιά 3. στον πληθ. (τα) χωράφια (διαλ. τ.) περιουσία («παντρεύτηκε μια με πολλά χωράφια») 4. παροιμ.… …   Dictionary of Greek

  • Μακεδονία — Ιστορική γεωγραφική περιοχή (34.203 τ. χλμ., 2.424.764 κάτ.) της Βόρειας Ελλάδας, της οποίας καταλαμβάνει το μεγαλύτερο μέρος. Εκτείνεται μεταξύ της οροσειράς της Πίνδου στα Δ, που τη χωρίζει από την Ήπειρο, και του ποταμού Νέστου στα Α, που τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”